- προφητείαν
- пророчество
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προφητείαν — προφητείᾱν , προφητεία gift of interpreting the will of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» … Dictionary of Greek
APOSTOLUS Liber — dicitur in Esslesia Romana Epistolarum S. Pauli, qui ad Missam legi solet. Liber Sacramentor. Gregorii M. Deinde sequitur Apostlelus, i. e. lectio ex Apostolo. Hincmarus Remens. Tom. II. opusc. 7. p. 149. Usque ad Euangelium in Missa stare solent … Hofmann J. Lexicon universale